Ξενόφιλος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ксенофил — (Ξενόφιλος) из Халкиды Фракийской, ученик пифагорейца Филолая … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Ξενοφίλου — Ξενόφιλος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ξενοφίλῳ — Ξενόφιλος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ξενόφιλον — Ξενόφιλος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
КСЕНОФИЛ — • Xenophĭlus, Ξενόφιλος, 1. пифагореец, учитель Аристоксена; вероятно, про него говорит Лукиан (Macrob. 18), что он достиг 105 летнего возраста; 2. составитель сочинения Λυδικαὶ ι̉στορίαι; 3. комендант акрополя в … Реальный словарь классических древностей
Ксенофил — Халкидский (др. греч. Ξενόφιλος) древнегреческий философ пифагореец IV в. до н. э., родом с полуострова Халкидики. Ученик пифагорейца Филолая и учитель Аристоксена. Отличался легендарным жизнелюбием и редкостным здоровьем… … Википедия
Xenophilos von der Chalkidike — Phantasiebild des Xenophilos aus dem 15. Jahrhundert Xenophilos von der Chalkidike (griechisch Ξενόφιλος; † in Athen[1]) war ein Philosoph und Musiktheoretiker aus der Schule der Pythagoreer (Anhänger des Philosophen … Deutsch Wikipedia
ξένος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821, κυριότεροι από τους οποίους ήταν οι εξής: 1. Εμμανουήλ. Λόγιος και αγωνιστής του ‘21 από την Πάτμο. Ανήκε στη μεγάλη οικογένεια των Ξ., από την οποία προερχόταν και ο μεγαλέμπορος της Οδησσού Βασίλειος, στο πλευρό του… … Dictionary of Greek
φίλος — ίλεος, τὸ, Α φιλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. τ. που μπορεί να θεωρηθεί ως μεταπλασμένος τής λ. φιλία, κατά τα σιγμόληκτα ουδ. μῖσος, νεῖκος]. η, ο / φίλος, η, ον, ΝΜΑ, θηλ. και φίλαινα Ν, θηλ. και ος Α 1. αγαπητός, προσφιλής (α. «φίλο έθνος» β. «μηκέτι,… … Dictionary of Greek